- ζωδιακός
- -ή, -ό (Α ζῳδιακός, -ή, -όν) [ζῴδιον]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ζώδιανεοελλ.αστρον. φρ. α) «ζωδιακός κύκλος» — ουράνια ζώνη πλάτους 17° που διαιρείται σε δώδεκα ίσα μέρη, τα ζώδια, και εκτείνεται εκατέρωθεν τής εκλειπτικής, μέσα στην οποία βρίσκονται πάντοτε κινούμενοι ο ήλιος, η σελήνη και οι πλανήτεςβ) «ζωδιακό φως» — κώνος αμυδρού φωτός που παρατηρείται στα εύκρατα κλίματα κατά την περίοδο τών ισημεριών μετά το λυκόφως και πριν από το λυκαυγές.επίρρ...ζῳδιακῶς (Α)από ζωδιακή άποψη.
Dictionary of Greek. 2013.